- Ὠαριώνειος
- Ὠᾰρῐώνειος1 of Orion οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὄνοτος μὲν ἰδέσθαι (sc. Μέλισσος: Orion was handsome as well as gigantic, Fennel: cf. Hom., Od. 11. 310) I. 4.49
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ωαριώνειος — α, ον, Α [Ὠαρίων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ωρίωνα … Dictionary of Greek
Ὠαριωνείαν — Ὠαριωνείᾱν , Ὠαριώνειος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)